- κακόμοχθος
- κακόμοχθος, -ον (Α)αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ-μοχθος, μυριό-μοχθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόμοχθος — working ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
ՎՇՏԱՀԱՆ — ( ) NBH 2 0829 Chronological Sequence: Early classical ա. κακόμοχθος male laborans, sive in vanum. Որ անձամբ անձին հանէ վիշտս. որպէս զրաջան վշտակիր. *Դատաւոր կաւագործ է, եւ վշտահան. զ՝ի զուր ʼի նմին կաւոյ աստուած ստեղծանէ. Իմ. ՟Ժ՟Ե. 7: Եւ որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)